παλαμᾶσθαι

παλαμᾶσθαι
παλαμάομαι
manage
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλαμώμαι — παλαμῶμαι, άομαι (Α) [παλάμη] 1. εργάζομαι χρησιμοποιώντας τα χέρια μου, φτιάχνω κάτι με τα χέρια μου («ταῑς δὲ χερσὶ τὸ δέον παλαμᾱσθαι», Ξεν.) 2. μτφ. επιχειρώ κάτι με επιδεξιότητα, μηχανεύομαι κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”